- αποθήκιο
- Τύπος ασκοκαρπίων των ασκομυκήτων και πολλών λειχήνων. Τα α. έχουν κατά κανόνα σχήμα δισκοειδές ή κυπελλοειδές και μπορεί να έχουν και ζωηρά χρώματα. Το πάνω μέρος τους, συχνά κοίλο, είναι ανοιχτό (εκτεθειμένο στον αέρα) και αποτελείται από ένα πυκνό σύνολο ασκών με ορισμένη διάταξη, που περιέχουν τα ασκοσπόρια. Το υμένιο καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του δίσκου ή του κυπέλλου και περιβάλλεται συχνά από τα ανασηκωμένα άκρα στείρου ιστού. Σε μερικές περιπτώσεις υπόγειων δισκομυκήτων, το α. είναι τελείως κλειστό, αναπτύσσεται μέσα στο έδαφος και μοιάζει με ρόπαλο ή γλώσσα.
Αποθήκιο της ξανθορίας της τριχοφυούς· καρπόσωμα που συναντάται σε πολλούς ασκομύκητες και ασκολειχήνες (φωτ. Margiocco).
Dictionary of Greek. 2013.